- μεγακλεές
- μεγακλεήςvery famousmasc/fem voc sgμεγακλεήςvery famousneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μεγακλέες — Μεγακλέης masc voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγακλέες — μεγακλεής very famous masc/fem voc sg (epic ionic) μεγακλεής very famous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υμός — ή, όν, και αιολ. τ. ὔμμος, α, ον, Α 1. υμέτερος, δικός σας 2. δικός σου («ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑμ(ε) τού ὑμεῖς (πρβλ. ἡμός / ἐμός)] … Dictionary of Greek